- στέρνο
- το / στέρνον, ΝΜΑ1. το πρόσθιο μέρος τού θώρακα, το στήθος («παίει κατὰ τὸ στέρνον καὶ τιτρώσκει διὰ τοῡ θώρακος», Ξεν.)2. πλατύ επίμηκες και μονοφυές οστό που καταλαμβάνει τη μεσότητα τής εμπρόσθιας μοίρας τού θώρακα και με το οποίο αρθρώνονται οι πλευρικοί χόνδροι και οι κλείδεςνεοελλ.1. (συγκρ. ανατ.) (στα τετράποδα σπονδυλόζωα) επίμηκες οστό στο κέντρο τού στήθους το οποίο υποστηρίζει τις κλειδώσεις τής ωμικής ζώνης και τις πλευρές2. η κοιλιακή περιοχή τού τοιχώματος κάθε μεταμερούς τών εντόμων3. (στα αραχνίδια και στα καρκινοειδή) το σύνολο που σχηματίζεται από την εσωτερική πλευρά τού κεφαλοθώρακα και το μοναδικό τμήμα ή τα ζυγά τμήματα που θωρακίζουν την επιφάνειά τουαρχ.1. (στους ποιητές) το στήθος ως έδρα τών συναισθημάτων και τών παθών («ἤλγυνεν ἐν στέρνοις φρένα», Αισχύλ.)2. φρ. α) «στέρνα χθονός» — μεγάλη έκταση γης που εξογκώνεται σιγά σιγάβ) «ὑπὸ στέρνοισι καμίνου» — στο κέντρο τής φωτιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στέρ-νον ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ster- «απλώνω, εκτείνω» (πρβλ. στόρνυμι, στρατός), με έρρινο επίθημα -νον (πρβλ. τέκ-νον). Η αρχική σημ. τής λ. φαίνεται πως ήταν «αυτό που απλώνεται, εκτείνεται» και για τον λόγο αυτόν χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το πλατύ πρόσθιο μέρος τού θώρακα, το στήθος και ειδικά τού άντρα. Αργότερα η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το στέρνο τής γυναίκας και στους ποιητές το στήθος ως έδρα τών συναισθημάτων (πρβλ. σπλάγχνο). Η χρήση τής ρίζας *ster- εξάλλου προς δήλωση μέρους τού σώματος είναι καινοτομία τής Ελληνικής (πρβλ. και λ. ισθμός* με σημ. «λαιμός, τράχηλος») και δεν μαρτυρείται σε άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. stirna «μπροστά», ρωσ. storona «χώρα», αρχ. σλαβ. prostranŭ «πλατύς»)].
Dictionary of Greek. 2013.